- διχρωμικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διχρωμία.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Γεώργιο Α. Κρίνο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διχρωμικός, -ή, -ό — διχρωμικός, ή, ό, 1. αυτός που αναφέρεται στη διχρωμία: Έκδοση διχρωμική. 2. (χημ.), αυτός που περιέχει διχρωμικό οξύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)